- σποδησιλαύρα
- σποδησι-λαύρα, ἡ, Gassenfegerin, gemeine Straßenhure
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σποδησιλαύρα — σποδησιλαύρᾱ , σποδησιλαύρα street walker fem nom/voc/acc dual σποδησιλαύρᾱ , σποδησιλαύρα street walker fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδησιλαύρα — ἡ, Α πόρνη που τριγυρίζει στα σοκάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδῶ «συνευρίσκομαι παράνομα» + λαύρα, συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek